διψηρός

διψηρός
διψ-ηρός, ά, όν,
A = δίψιος, Hp.Aër.7; [οἶνος] Posidipp.34 (s. v. l.):—also [suff] διψ-ήρης, ες, Nic.Th. 371.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διψηρός — Aër. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψηρά — διψηρός Aër. neut nom/voc/acc pl διψηρά̱ , διψηρός Aër. fem nom/voc/acc dual διψηρά̱ , διψηρός Aër. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψηρόν — διψηρός Aër. masc acc sg διψηρός Aër. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψηραί — διψηρός Aër. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψηροτέροις — διψηρός Aër. masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψηροῖς — διψηρός Aër. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψηρούς — διψηρός Aër. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψηρᾶς — διψηρός Aër. fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψηρή — διψηρός Aër. fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • διψηράν — διψηρά̱ν , διψηρός Aër. fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”